διαχώριζε

διαχώριζε
διαχωρίζω
separate
pres imperat act 2nd sg
διαχωρίζω
separate
pres imperat act 2nd sg
διαχωρίζω
separate
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
διαχωρίζω
separate
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπέτασμα — το (AM καταπέτασμα) [καταπετάννυμι] καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα νεοελλ. φρ. «τρώω το καταπέτασμα» α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα… …   Dictionary of Greek

  • Δίπυλον — Το τμήμα των τειχών της Αθήνας που βρισκόταν στον Κεραμεικό, κοντά στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Τριάδας, όπου υπήρχε και η κυριότερη είσοδος της πόλης. Ονομαζόταν και Πύλαι Κεραμεικαί. Το Δ. χτίστηκε την εποχή του Λυκούργου (338 π.Χ.) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • Ευκρατίδας ή Ευκρατίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικούρειος φιλόσοφος από τη Ρόδο (3ος αι. π.Χ.). Παραδεχόταν τη θεωρία του Δημόκριτου για τα άτομα και τις θεωρίες του Αρίστιππου για την ηδονή, που δεν τη διαχώριζε από την ικανοποίηση των σαρκικών ορμών. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κανάλ, Αντόνιο — (Antonio Canal, Βενετία 1697 – 1768). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης, ο επονομαζόμενος Καναλέτο. Το παρωνύμιο αυτό τον διαχώριζε από τον ανιψιό του, Μπερνάρντο, με τον οποίο συνεργάστηκε σε ορισμένες σκηνογραφίες (1716 18) για τα θέατρα Σαντ’… …   Dictionary of Greek

  • Κίρρα — I Αρχαία πόλη της Φωκίδας, επίνειο των Δελφών. Συχνά συγχεόταν με τη γειτονική Κρίσα (ο Παυσανίας ταύτιζε τις δύο πόλεις, ενώ ο Στράβων τις διαχώριζε ρητά). Ο Παυσανίας καταγράφει επίσης μια παράδοση σύμφωνα με την οποία η πόλη πήρε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

  • Σπανδωνίδης, Πέτρος — Έλληνας λογοτεχνικός κριτικός (Ρουμανία 1890 Θεσσαλονίκη 1964). Από το 1905 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1932 εξέδωσε μαζί με άλλους το λογοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”